- νέτωπον
- νέτωπον, τό,A oil of bitter almonds, Hp.Mul.1.37, Epid.5.66, al. (μέτωπον is v.l. in Loc.Hom.12, al.):—also [full] νετώπιον, Hsch. (cf.
μετώπιον 11
); cf. νίωπον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετώπιον 11
); cf. νίωπον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νέτωπον — νέτωπον, τό (ΑΜ, Α και νίωπον και νετώπιον) λάδι απο πικραμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης και συνδέεται με εβραϊκό nātār, αραμαϊκό netāpā, nātōpā «σταγόνα από αρωματικό ρετσίνι»] … Dictionary of Greek
νέτωπον — oil of bitter almonds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νετώπου — νέτωπον oil of bitter almonds neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νετώπῳ — νέτωπον oil of bitter almonds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίωπον — νίωπον, τὸ (Α) βλ. νέτωπον … Dictionary of Greek